Μίθρᾳ — Μίθραι , Μίθρας masc nom/voc pl Μίθρᾱͅ , Μίθρας masc dat sg (attic doric aeolic) Μίθραι , Μίθρης masc nom/voc pl Μίθρᾱͅ , Μίθρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίθρας — Μίθρᾱς , Μίθρας masc acc pl Μίθρᾱς , Μίθρας masc nom sg (attic epic doric aeolic) Μίθρᾱς , Μίθρης masc acc pl Μίθρᾱς , Μίθρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίθραν — Μίθρᾱν , Μίθρας masc acc sg (attic epic doric aeolic) Μίθρας masc acc sg Μίθρᾱν , Μίθρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Μίθρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
ταυροβόλιον — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην περσική γιορτή του θεού Μίθρα. Στη γιορτή αυτή θυσίαζαν ταύρο με το αίμα του οποίου έβρεχαν τα ενδύματα του ιερέα που έκανε τη θυσία. Η γιορτή αυτή μεταδόθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
МИТРА — Мифра (авест. Μιθρα, букв. «договор», «согласие»), древне иранский мифологический персонаж, связанный с идеей договора, а также выступающий как бог солнца. М. принадлежит по своему происхождению к индоиранскому пантеону (ср. вед. Mitга), само имя … Энциклопедия мифологии
EPIMENIDES — Poeta Epicus, Solonis σύγχρονος, circa Olymp. 46. Patriâ Cretensis. qui a patre Agiasarcho in agrum ad custodiendum pecus missus in quodam antro obdormivit Annos 75. Unde emanavit Proverbium, Epimenidis somnum dormire. Tandem expergefactus, cum… … Hofmann J. Lexicon universale
Μιθράκανα — Μιθράκανα, τὰ (Α) [Μίθρας] εορτή προς τιμήν τού θεού Μίθρα … Dictionary of Greek
Μιθράκινα — Μιθράκινα, τὰ (Α) [Μίθρας] ιερά τού θεού Μίθρα … Dictionary of Greek